- ωτειλή
- και ὠτέλλα, ἡ, Α1. τραύμα, πληγή που δεν έχει ακόμη επουλωθεί («αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά) τραύμα, πληγή, έλκος3. σημάδι τραύματος, ουλή («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ. τής ίδιας σημ., όπως με λιθουαν. votis και votēfis, λεττον. vats, καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος γατείλαιοὐλαί και βωτ[ε]άζεινβάλλειν, οδηγούν στην ύπαρξη αρκτικού F. Το γεγονός, ωστόσο, ότι στην επική προσωδία δεν υπάρχουν ίχνη παρουσίας F οδήγησε στην αναγωγή τής λ. σε αρχικό τ. *ὀFaτελjα. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με το ρ. οὐτάω «τραυματίζω» και με τη λ. ἄτη (< ἀFa-τη) δεν διευκολύνει σε τίποτε την ετυμολόγησή της].
Dictionary of Greek. 2013.